κ'φάλα (η)
  • Η κουφάλα

κ'φένουμι
  • Χάνω την ακοή μου

    • -Ε κ'φένουμι πιο καλά να μη ν' ακούσου τα χαμπάρια έιτουτα!
κ'φέτου (το)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Γλυκό από ψιλοκομμένο κολοκύθι που μέσα έχει αμύγδαλο

κ'φή (η)
  • Η κουφή

κ'φίζου
  • Δεν ακούω καλά, βαριακούω

κ'φό πρόβατου
  • Ράτσα προβάτου χωρίς αυτιά

κ'φός (ι)
  1. Κουφός

  2. Κούφιος

  3. Άδειος

    • -Κ'φή νάνι γ' ώρα που τ' ακού (απευχή)

    • -Κ'φά καρύδια
κ'φότσιρα (τα)
  • Οι κηρήθρες που δεν έχουν μέσα μέλι, που είναι άδειες

κ'φούν' (του)
  1. Η κυψέλη μελισσών

  2. μτφ. ο κουφός άνθρωπος

    • -Κ'φούν' γίντσις πλιά. Έν ακούς καθιόλ'!
κ'χαρέλ' (του)
  • Μικρός τοίχος

    • -Ήντου ανιβασμένους πα σ' ένα κ'χαρέλ' τσι φώναζι!
καβάδ' (του)

Ετυμολογία: μσν. καβάδιον < (από το όνομα της υποθετικής πόλης Κάβαδα της Καρμανίας), σερβ. Kavad (ή από το όνομα του Πέρση βασιλιά Καβάδη) =

  1. Ύφασμα κομμένο σε λάθος διαστάσεις

  2. είδος μανδύα των βυζαντινών,

  3. μάλλινο χοντρό πανωφόρι των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών αντί για προστατευτικό θώρακα,

  4. ρούχο των προεστώτων επί Τουρκοκρατίας,

  5. αξίωμα]

    • Φρ.: Κόπτσι του πανί καβάδ', καβάδ' α παλιώσ'! = ό,τι έγινε, έγινε. Για παράδειγμα: Πήρες λάθος σύντροφο; Μ'αυτόν θα περάσεις όλη σου τη ζωή!!!!
καβάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kavak

  • Η λεύκα

καβάλ' (του)
  • Το υπερυψωμένο από χώμα διαχωριστικό αυλακιών

καβαλαριά (η)
  • Είδος αγριόχορτου (onobrychis)

καβαλτσιεύου

Ετυμολογία: ιταλ. cavalcare < cavallo < λατιν. caballus = άλογο

  • Κάνω καβάλα ένα ζώο

καβάτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kavak = ψηλό αειθαλές δέντρο, είδος λεύκας

  • Ξύλο προερχόμενο από λεύκα

κάβγου
  • Καίω

    • -Άναψι τσι κάγ'τσι = είχε υψηλό πυρετό
καβίλια (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Μεγάλη ξύλινη σφίνα

καβλιτζέκ (του)
  • Προεξοχή αντικειμένου

καβουργκ'στήρ (του)
  • Καβουρντιστήρι (βλ. και λ. καβουργκίζου)

καβουργκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kavurmak = ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό

  • Καβουρντίζω = Φρύγω, ξεροψήνω

καβουρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kavurma

  • Μικρά κομμάτια κρέατος (τσιγαρισμένα-καβουρντισμένα με βούτυρο ή λάδι και κρεμμύδια για να διατηρείται επί μακρόν)

Επίσης:
καβούτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kavuk = φλοιός

  • Καβούκι (π.χ. χελώνας, σαλιγκαριού κ.τ.λ.)

καβράμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kavram = έννοια!

  • Παχύ μέρος του σώματος

καβρουμάς (ι) Βλέπε:
καγιαγάν'

Ετυμολογία: τουρκ. yanmak = καίγομαι

  • Αποκαΐδι, κάτι που κατακάηκε ή ξεράθηκε τελείως ή πάγωσε από παγωνιά

    • -Ι τόπους γίντσι καγιαγάν'!

    • -Καγιαγάν' γίνκας ούλα!
καγιάδα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η μεγάλη πέτρα

καγιαρίζου

Ετυμολογία: καγιαρ(ός) + ιζω

  • Αλληθωρίζω

καγιαρός (ι)
  • Ο αλλήθωρος

καγιάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Βράχος

  2. μτφ. σκληρός

καγιάτου (του)
  • Το κριάρι με γυριστά κέρατα

καγντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kaymak

  • Παραπατώ, γλυστρώ

καζάγκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kazanç

  • Κέρδος, πλούτος (από το ρ. καζαγκίζου)

καζαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kazandi, αόρ. του kazanmak

  • Καζαντίζω = Κερδίζω πολλά χρήματα, κάνω περιουσία, πλουτίζω

Επίσης:
καζάιζς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kazaz = μεταξουργός

  • Μεταξουργός, μεταξέμπορος

καζανιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kazan = μεγάλο και βαθύ στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις

  • Το περιεχόμενο του καζανιού

καζανιάζου
  • Κάνω την προετοιμασία για παραγωγή ούζου

καζαντζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kazanci

  • Κατασκευαστής καζανιών

καζαντίζου Βλέπε:
καζίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kazık

  1. πάσσαλος, παλούκι, φυτευτήρι καπνού

    • -Φερ' του καζίκ' να φτέψουμι
  2. μτφ. πολύ δύσκολο ζήτημα, μπλέξιμο, πάθημα

    • -Έχ' πουλλά καζίκια να π'δήξ' ακόμα = έχει να περάσει ακόμα πολλές δυσκολίες
καζίλ' (του)
  • Το πάνω και το κάτω σκοινί του ψαράδικου διχτυού απ' όπου είναι περασμένα αντίστοιχα τα «φελλά» και τα «μουλύβια»

καζμαδιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kazma = αξίνα, σκαπάνη

  • Χτύπημα με τον κασμά

καθ'σιά (η)
  1. Καθισιά

    • -Σκ' καθ'σιά τ' έφαγι ένα αρνί!
  2. Εγκατάσταση (π.χ. κτίσματα σε αγρόκτημα ή βοσκότοπο)

    • -Φτός έχ' καλή καθ'σιά στου Λ'φώνακα!
καθ'σιό (του)
  • Η ξεκούραση

καθίμινους (ι)
  • Ο καθιστός

καθιόλ' (επίρρ.)
  • Καθόλου, τίποτα

καθιτή (η)
  • Εργαλείο ψαρέματος. Μισινέζα με 3-4 αγκίστρια προς το τέλος της, αλλά σε απόσταση το ένα από το άλλο. Λέγεται έτσι επειδή οι ψαράδες την ρίχνουν κάθετα από τη βάρκα τους.

καθίτς (του)

Ετυμολογία: μσν. καθοίκιον (=οικιακό αγγείο)

  1. Το δοχείο της νύχτας

  2. μτφ. παλιάνθρωπος:

    • -Είνι μιγάλο καθίτς = είναι μεγάλος παλιάνθρωπος
κάθουμι
  • Κάθομαι αλλά μτφ. όπως παρακάτω:

    • -Κάτσι στα ίδια σ' = Κάτσε καλά

    • -Κάθουμι πα στα π'λιά μ' = Κάθομαι ανακούρκουδα
καϊβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Καφές