Η κυψέλη μελισσών
μτφ. ο κουφός άνθρωπος
Ετυμολογία: μσν. καβάδιον < (από το όνομα της υποθετικής πόλης Κάβαδα της Καρμανίας), σερβ. Kavad (ή από το όνομα του Πέρση βασιλιά Καβάδη) =
shareΎφασμα κομμένο σε λάθος διαστάσεις
είδος μανδύα των βυζαντινών,
μάλλινο χοντρό πανωφόρι των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών αντί για προστατευτικό θώρακα,
ρούχο των προεστώτων επί Τουρκοκρατίας,
αξίωμα]
Ετυμολογία: ιταλ. cavalcare < cavallo < λατιν. caballus = άλογο
shareΚάνω καβάλα ένα ζώο
Ετυμολογία: τουρκ. kavak = ψηλό αειθαλές δέντρο, είδος λεύκας
shareΞύλο προερχόμενο από λεύκα
Ετυμολογία: τουρκ. kavurmak = ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό
shareΚαβουρντίζω = Φρύγω, ξεροψήνω
Ετυμολογία: τουρκ. yanmak = καίγομαι
shareΑποκαΐδι, κάτι που κατακάηκε ή ξεράθηκε τελείως ή πάγωσε από παγωνιά
Ετυμολογία: τουρκ. kazandi, αόρ. του kazanmak
shareΚαζαντίζω = Κερδίζω πολλά χρήματα, κάνω περιουσία, πλουτίζω
Ετυμολογία: τουρκ. kazan = μεγάλο και βαθύ στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις
shareΤο περιεχόμενο του καζανιού
Ετυμολογία: τουρκ. kazık
shareπάσσαλος, παλούκι, φυτευτήρι καπνού
μτφ. πολύ δύσκολο ζήτημα, μπλέξιμο, πάθημα
Το πάνω και το κάτω σκοινί του ψαράδικου διχτυού απ' όπου είναι περασμένα αντίστοιχα τα «φελλά» και τα «μουλύβια»
Καθισιά
Εγκατάσταση (π.χ. κτίσματα σε αγρόκτημα ή βοσκότοπο)
Εργαλείο ψαρέματος. Μισινέζα με 3-4 αγκίστρια προς το τέλος της, αλλά σε απόσταση το ένα από το άλλο. Λέγεται έτσι επειδή οι ψαράδες την ρίχνουν κάθετα από τη βάρκα τους.
Ετυμολογία: μσν. καθοίκιον (=οικιακό αγγείο)
shareΤο δοχείο της νύχτας
μτφ. παλιάνθρωπος:
Κάθομαι αλλά μτφ. όπως παρακάτω: