Βρέθηκε το λήμμα
καζαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kazandi, αόρ. του kazanmak

  • Καζαντίζω = Κερδίζω πολλά χρήματα, κάνω περιουσία, πλουτίζω

Σχετικές λέξεις
καζαντίζου