Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kazandi, αόρ. του kazanmak
Καζαντίζω = Κερδίζω πολλά χρήματα, κάνω περιουσία, πλουτίζω