Βρέθηκε το λήμμα
καζίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kazık

  1. πάσσαλος, παλούκι, φυτευτήρι καπνού

    • -Φερ' του καζίκ' να φτέψουμι
  2. μτφ. πολύ δύσκολο ζήτημα, μπλέξιμο, πάθημα

    • -Έχ' πουλλά καζίκια να π'δήξ' ακόμα = έχει να περάσει ακόμα πολλές δυσκολίες