Βρέθηκε το λήμμα
καβουρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kavurma

  • Μικρά κομμάτια κρέατος (τσιγαρισμένα-καβουρντισμένα με βούτυρο ή λάδι και κρεμμύδια για να διατηρείται επί μακρόν)

Σχετικές λέξεις
καβρουμάς (ι)