Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. καθοίκιον (=οικιακό αγγείο)
Το δοχείο της νύχτας
μτφ. παλιάνθρωπος: