Βρέθηκε το λήμμα
καθίτς (του)

Ετυμολογία: μσν. καθοίκιον (=οικιακό αγγείο)

  1. Το δοχείο της νύχτας

  2. μτφ. παλιάνθρωπος:

    • -Είνι μιγάλο καθίτς = είναι μεγάλος παλιάνθρωπος