Ετυμολογία: μσν. καβάδιον < (από το όνομα της υποθετικής πόλης Κάβαδα της Καρμανίας), σερβ. Kavad (ή από το όνομα του Πέρση βασιλιά Καβάδη) =
Ύφασμα κομμένο σε λάθος διαστάσεις
είδος μανδύα των βυζαντινών,
μάλλινο χοντρό πανωφόρι των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών αντί για προστατευτικό θώρακα,
ρούχο των προεστώτων επί Τουρκοκρατίας,
αξίωμα]