Βρέθηκε το λήμμα
καβάδ' (του)

Ετυμολογία: μσν. καβάδιον < (από το όνομα της υποθετικής πόλης Κάβαδα της Καρμανίας), σερβ. Kavad (ή από το όνομα του Πέρση βασιλιά Καβάδη) =

  1. Ύφασμα κομμένο σε λάθος διαστάσεις

  2. είδος μανδύα των βυζαντινών,

  3. μάλλινο χοντρό πανωφόρι των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών αντί για προστατευτικό θώρακα,

  4. ρούχο των προεστώτων επί Τουρκοκρατίας,

  5. αξίωμα]

    • Φρ.: Κόπτσι του πανί καβάδ', καβάδ' α παλιώσ'! = ό,τι έγινε, έγινε. Για παράδειγμα: Πήρες λάθος σύντροφο; Μ'αυτόν θα περάσεις όλη σου τη ζωή!!!!