Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kavurmak = ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό
Καβουρντίζω = Φρύγω, ξεροψήνω