Βρέθηκε το λήμμα
καζανιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kazan = μεγάλο και βαθύ στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις

  • Το περιεχόμενο του καζανιού