Βρέθηκε το λήμμα
κ'φούν' (του)
  1. Η κυψέλη μελισσών

  2. μτφ. ο κουφός άνθρωπος

    • -Κ'φούν' γίντσις πλιά. Έν ακούς καθιόλ'!