Βρέθηκε το λήμμα
καγιαγάν'

Ετυμολογία: τουρκ. yanmak = καίγομαι

  • Αποκαΐδι, κάτι που κατακάηκε ή ξεράθηκε τελείως ή πάγωσε από παγωνιά

    • -Ι τόπους γίντσι καγιαγάν'!

    • -Καγιαγάν' γίνκας ούλα!