Βρέθηκε το λήμμα
κουκόνα (η)
  • Το μικρό παιδί, το όμορφο, το χαϊδεμένο, ο κανακάρης. Λέγεται προπαντός για τα κορίτσια.

    • -Τ'ς είδις τσι κουκόνις τίλιγια κνιόνταν;