Βρέθηκε το λήμμα
κουκούμ

Ετυμολογία: μσν. κουκούμιν < μτγν . κουκούμιον < λατιν . cucuma = λέβητας, μαγειρικό σκεύος, χύτρα

  • Το συναίσθημα της έντονης ζεστασιάς, της θαλπωρής

    • -Στσιπάσκα τσι γίνκα κουκούμ!