Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. κουκούμιν < μτγν . κουκούμιον < λατιν . cucuma = λέβητας, μαγειρικό σκεύος, χύτρα
Το συναίσθημα της έντονης ζεστασιάς, της θαλπωρής