Βρέθηκε το λήμμα
κουκουριασμένους (ι)
  • Κοιμισμένος, σε βαθύ ύπνο, ξερός, ψόφιος

    • -Ά, ώστι ήσαν ξύπνια έ; τσ' έκανις κ' κουκουριασμέν'!

    • -Κουκουριάνι! = κοιμήθηκε, έπεσε σε βαθύ ύπνο, ξεράθηκε