Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. κουκούδιον, υποκορ. του κόκκος
Σπυρί μεγάλο, γεμάτο με πύον