Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Στέλεχος καρπού χωρίς σπόρους (κότσαλα = τα χοντράδια που δεν περνούσαν από το δριμόνι)