Βρέθηκε το λήμμα
κοντότα (ι)

Ετυμολογία: μσν. κοντόττα ¸ ιταλ. condotta < λατιν . conducti = μισθωτοί < conduco, conducere = συνάγω, μισθώνω

  • Ετήσια εισφορά δρχ 1000 που καταβαλλόταν από 60 οικογένειες του χωριού, μετά τον πόλεμο, σε ξενόφερτο γιατρό προκειμένου να έχουν πλήρη ιατρική περίθαλψη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού πλήρωναν ανά επίσκεψη