Βρέθηκε το λήμμα
αχλιαστός (ι)
  • Σταχτόχρωμος, που έχει το χρώμα της στάχτης

    • -Τίλιγια (πώς) ήντου ι γάιδαρους;

    • -Αχλιαστός