Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ψήλωμα, εξόγκωμα του εδάφους, μικρός λόφος ή ανηφόρα σε ένα κτήμα