Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Αυτός που έχει αδύνατη κράση και δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη ζεστή γωνιά του σπιτιού (τζάκι κ.τ.λ.)