Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. αχρείος < α στερητ. + χρεία (= ανάγκη)
Αχρείος, εξαχρειωμένος, διεφθαρμένος, ελεεινός