Βρέθηκε το λήμμα
αχρειάν'ς (ι)

Ετυμολογία: αρχ. αχρείος < α στερητ. + χρεία (= ανάγκη)

  • Αχρείος, εξαχρειωμένος, διεφθαρμένος, ελεεινός

    • -Έκλιψα τσ' αχρειάνας τσ' μάνας μ' τα μιτζίτια.

    • -Γι' αχρειάν'ς ι γάιδαρους……
Σχετικές λέξεις
αχριάν'ς