Βρέθηκε το λήμμα
αχμάκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. ahmak = χαζός, ηλίθιος, βλάκας

  • Κουτός αλλά και τεμπέλης

    • -….διαβόλ σιρσέμ, αχμάκ', μεις θέλουμι να σι ποίσουμι άθριπου, τσι συ……

    • -Γω ξέρου τι λέου, εν είμι κάνας αχμάκ'ς, γώ!