Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σίτος
Κόσκινο με μεγάλες τρύπες για κοσκίνισμα του σιταριού για να βγει το σκύβαλο και η ήρα