Βρέθηκε το λήμμα
σταρ'κό (του)

Ετυμολογία: ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σίτος

  • Κόσκινο με μεγάλες τρύπες για κοσκίνισμα του σιταριού για να βγει το σκύβαλο και η ήρα