Βρέθηκε το λήμμα
στ'βάζου
  • Στοιβάζω. Στο τρίτο πρόσωπο «στ'βάζ» λέγεται για σπυρί, καλόγερο ή απόστημα όταν μαζεύουν πύον, προκαλώντας επίμονο πόνο

    • -Έβγαλα ένα καλόγηρου τσι στ'βάζ' του πουδάρι μ'

    • -Στ'βάζ' ι τσιρός = Όταν στον ουρανό μαζεύονται σύννεφα .
Σχετικές λέξεις
στβάζου