Βρέθηκε το λήμμα
στειλιάρ' (του)

Ετυμολογία: μσν. στειλειάριον, υποκορ. του αρχ. στε(ι)λεός

  • μτφ. ξυλοδαρμός

    • -Έφαγι στειλιάρ' π' α ντου θ'μάτι!
Σχετικές λέξεις
στιλιάρ'