Βρέθηκε το λήμμα
στανιάρου ή στανιαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Εμποτίζω, στεγανοποιώ

    • -Στανιάρσι η βάρκα
  2. μτφ. χορταίνω ή πίνω όσο δεν παίρνει άλλο

    • -Στανιάρσα, ήπια του καράρι μ'!