Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
Εμποτίζω, στεγανοποιώ
μτφ. χορταίνω ή πίνω όσο δεν παίρνει άλλο