Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Φράζω κάτι με πίεση, στουμπώνω, φράζω κάτι με στουπί ή με άλλο πώμα, επιπωματίζω