Βρέθηκε το λήμμα
στάτς (του)
  • Δύο μικροί, υφαντοί, μάλλινοι σάκοι, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ειδών. Το στάτς το έριχναν κρεμαστό από τη μια και από την άλλη μεριά του σαμαριού του ζώου και το γέμιζαν με είδη για μεταφορά.