Βρέθηκε το λήμμα
στακώνου

Ετυμολογία: μσν. σταχώνω < μτγν. σταχώ (=δένω στάχυ)

  • Γεμίζω το δισάκι ή το σακί, πατώντας τα αντικείμενα