Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. σταχώνω < μτγν. σταχώ (=δένω στάχυ)
Γεμίζω το δισάκι ή το σακί, πατώντας τα αντικείμενα