Βρέθηκε το λήμμα
σ'νάμινους (ι)
  • Κουνιστός (σεινάμενος - σειόμενος)

    • -Σ'νάμινους τσι κνιάμινους = σειστός και κουνιστός, καμαρωτός και κουνιστός