Βρέθηκε το λήμμα
σ'ναφλής (ι)

Ετυμολογία: από το τουρκ. esnaf

  • Αυτός που του αρέσει η παρέα

    • -Σ'ναφλής άθρουπους ι Μ'χάλ'ς!