Βρέθηκε το λήμμα
σ'νουρίζουμι
  • Συνερίζομαι (θίγομαι ή προσβάλλομαι από τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου και εκδηλώνω την αντιπάθεια ή την εχθρότητά μου προς αυτόν)

    • -Μη τουν σ'νουρίζισι = μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτά που κάνει ή λέει

    • -Ντα μπε σένα α σ'νουρστώ;

    • -Εν έπριπι να τουν σ'νουρστείς