Βρέθηκε το λήμμα
σ'γκαύγου
  1. Παθαίνω σύγκαμα δηλ. ερεθισμό του δέρματος λόγω τριβής ή καιρικών καταστάσεων

  2. Χτυπώ δυνατά κάποιον στο πρόσωπο (δηλ. τόσο πολύ που του προκαλώ σύγκαμα)

    • -Ας σ'γκάψου μια να μη γυρέψ'ς άλλ' παλιουρόφιανε!