Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: προ + ώρας > πρόωρος > πρώρος > πλώρος (με ανομοίωση)
Πολύ πρώιμο σύκο, που γίνεται γλυκό του κουταλιού