Βρέθηκε το λήμμα
πλώρους (ι)

Ετυμολογία: προ + ώρας > πρόωρος > πρώρος > πλώρος (με ανομοίωση)

  • Πολύ πρώιμο σύκο, που γίνεται γλυκό του κουταλιού