Βρέθηκε το λήμμα
πιτσούλα (η)
  1. η φακίδα

  2. η πρώτη ώριμη ρώγα του σταφυλιού

  3. μτφ. ο πολύ ικανός άνθρωπος

    • - Μη στινουχουριέσι μπαμπά, του Βαγγιλέλ' εν είνι τέτοιους άθρουπους, είνι πιτσούλα μουρό