Βρέθηκε το λήμμα
πιτσάφλα (η)
  1. Φλούδα

  2. μτφ. τμήμα από επιδερμίδα του ανθρώπινου δέρματος.

    • -Χκύπ'σα του πουδάρι μ' τσ' ήβγι μια πιτσάφλα να!