Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: από + αρχ. σύκον
Απόσυκο = μικρό σύκο, δεύτερης διαλογής που ωριμάζει στο τέλος της συκικής παραγωγής