Βρέθηκε το λήμμα
ποίκα
  • Έκανα (αόρ. του ρήματος κάνω)

    • -Γω τα ποίκα ούλα, γω! Είδις μουτσνάρις; Ντα λέγ'ς δασκάλ'σσα α τα πάρου τα κατουμμύργια;

    • -Ας ποίσου ένα γλυκό να γλείφ'ς τα δαχτύλια σ'

    • -Τίλια του ποίτσις; = πώς το έκανες;