Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: πανί + άδα (κατάλ.)
Υποκίτρινη κηλίδα του δέρματος (φακίδα) και κυρίως του προσώπου