Βρέθηκε το λήμμα
παναγυριώκ'ς (η)
  • Εκείνος που έχει πάρει μέρος στο πανηγύρι και αυτός που προέρχεται από το πανηγύρι

    • -Α φάμι παναγυριώκ'κου χαλβά!