Βρέθηκε το λήμμα
πακ'μέν' (η)
  1. Πατημένη

  2. μτφ. τίποτα, μηδέν εις το πηλίκον

    • -Συ ντα πήρις μπε Γιώργ';

    • -Να μια πακ'μέν'! (δηλ δεν πήρα τίποτα)