Βρέθηκε το λήμμα
πάνα (η)
  1. Το μεγάλο πανί που τύλιγαν τα μωρά.

  2. Η βρεγμένη λινάτσα, με την οποία (δεμένη στο «σκάλιθρου») καθάριζαν το δάπεδο του φούρνου για να βάλουν τα ψωμιά.