Βρέθηκε το λήμμα
παλούτς' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  1. Παλούκι = Φυτευτήρι (εργαλείο για το φύτεμα)

  2. μτφ. μεγάλη αξεπέραστη οικονομική ή άλλη δυσκολία