Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ζωηρός, δυναμωμένος, καλοθρεμμένος, σεξουαλικά ερεθισμένος βλ. και λ. «νταβραγκίζου»