νταβραγκίζου
      
    
      
        Ετυμολογία:
          τουρκ. davrandı, αόρ. του davranmak = συμπεριφέρομαι, ενεργώ
      
      
          - 
            
              Ξεκινώ να πάω κάπου με τα πόδια
            
              
                
                    - 
                      
                      -Νταβραγκίζου τσι σι μια ώρα ήμαν στου γιαλό!
                    
 
                
               
           
          - 
            
              Παίρνω τα πάνω, ζωηρεύω, δυναμώνω, είμαι γεμάτος ζωντάνια και κυρίως από σεξουαλικό οργασμό
            
              
                
                    - 
                      
                      -Να τρως μια χλιαριά μέλ' κάθι ταχτέρ να νταβραγκίζ'ς
                    
 
                    - 
                      
                      -Είχα τσι του κούτ'λ'ου του ζ'γούρ' τσ' άργισι να νταβραγκίσ'. Μόλις τ' δώκα γκαμπόσα πόσ'κα, για ώρας πήρι φόρα