Βρέθηκε το λήμμα
νταβραγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. davrandı, αόρ. του davranmak = συμπεριφέρομαι, ενεργώ

  1. Ξεκινώ να πάω κάπου με τα πόδια

    • -Νταβραγκίζου τσι σι μια ώρα ήμαν στου γιαλό!
  2. Παίρνω τα πάνω, ζωηρεύω, δυναμώνω, είμαι γεμάτος ζωντάνια και κυρίως από σεξουαλικό οργασμό

    • -Να τρως μια χλιαριά μέλ' κάθι ταχτέρ να νταβραγκίζ'ς

    • -Είχα τσι του κούτ'λ'ου του ζ'γούρ' τσ' άργισι να νταβραγκίσ'. Μόλις τ' δώκα γκαμπόσα πόσ'κα, για ώρας πήρι φόρα
Σχετικές λέξεις
νταβραντίζου