Βρέθηκε το λήμμα
νταγιαμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. dayanmak = στηρίζομαι, βασίζομαι

  • Προκαταβολή ως ενίσχυση σε συνεταιρισμό ατόμων (π.χ. ο ένας βάζει το χωράφι και ο άλλος τη δουλειά. Ο πρώτος βοηθά τον δεύτερο προσωρινά και γίνεται ο συμψηφισμός στο τέλος)