Βρέθηκε το λήμμα
νταγιάγκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dayak =μικρός στύλος

  1. Στήριγμα, αποκούμπι

  2. Ξύλο (βέργα) που έμπαινε ως στήριγμα στη μία πλευρά του φορτίου του ζώου, μέχρι να φορτωθεί και η άλλη πλευρά