Βρέθηκε το λήμμα
νταγιαντίζου και νταγιαντώ

Ετυμολογία: τουρκ. dayandı, αόρ του ρ. dayanmak

  • Στηρίζομαι, βαστώ, αντέχω

    • -Νταγιάντα κουμμάκ' να φουρτώσου (κράτα λίγο)

    • -Νταγιάντα τα μπε τα έρμα τα ζα (εμπόδισέ τα, κράτησέ τα)

    • -Ε, μπρε, πού νταγιαντίξαμι! (μέχρι πού φτάσαμε, αντέξαμε)