Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. tava = τηγάνι
Ταβάς. Είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με χερούλια