Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. doğlı = ορεσίβιος ¸ dağ = βουνό
Ψηλός, ογκώδης και συχνά άγριος άνδρας